Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ - ΣΤΟΝ ΑΣΚΗΤΗ ΧΤΙΣΤΗ ΠΡΟΛΕΓΕΤΑΙ Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ / ΝΕΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ - ΟΜΟΤ. ΚΑΘ. ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ κκ ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ



Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών

Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης

Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»



Στον ασκητή χτίστη προλέγεται ο παγκόσμιος πόλεμος.



Τα βάσανα της υγείας, η φτώχεια και το που έτρεχε δώθε-κείθε, όπου έβρισκε καμιά δουλίτσα, δεν τον εμποδίζανε στο εσωτερικό του έργο: αυστηρή νηστεία, πολλή νυχτερινή προσευχή, πόλεμος κατά των πειρασμών . Μαζί όμως συμπονούσε πολύ, μα πάρα πολύ, τους ανθρώπους. Όποιος και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, δεν έλεγε όχι. Δεν μπορούσε να πει όχι! Όλοι στο χωριό τον είχανε για ιερό πρόσωπο, κι ας μην ήξεραν τι κάνει τις νύχτες και πως ασκητεύει.

Στις αρρώστιες και στις δύσκολες ώρες τον φωνάζανε πάντοτε να διαβάσει Ευχές και να σταυρώσει. Το 1939 ή αρχές του 1940 πολλά παιδάκια του χωριού πάθανε ομαδικά μαγουλάδες. Στο σχολείο το ένα τις μετέδωσε στο άλλο. Τα μάζεψαν τα παιδάκια και τα 'φεραν με σεβασμό, τα διάβασε και τα σταύρωσε. Ένα όμως γελούσε. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους όλα γίνανε καλά, εκτός από αυτό που γελούσε. Οι γονείς του, όταν είδανε τ’ άλλα παιδιά θεραπευμένα, ρώτησαν, έμαθαν τι συνέβη και το μάλωσαν. Φέρανε το παιδί τους πίσω και κείνο έκλαιγε μετανοιωμένο. Ο Ιάκωβος το διάβασε, το σταύρωσε με το μικρό ξύλινο Σταυρό του κι έγινε κι αυτό καλά.

Για όλες αυτές τις ευεργεσίες που έκανε στους συγχωριανούς του, αλλά και σε κατοίκους των γύρω χωριών, δεν έπαιρνε αμοιβή. Τους αγαπούσε όλους, μικρούς και μεγάλους, και τους συμπονούσε γιατί κι αυτοί ήσανε φτωχοί.

Την εποχή ακριβώς τούτη, δηλαδή από το 1938 μέχρι το 1940, είχε αυξήσει πολύ την άσκησή του. Έτρωγε πολύ λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχότανε πολλές ώρες της νύχτας, ενώ την ημέρα εργαζότανε σκληρά, όσο οι άλλοι κάτοικοι και περισσότερο. Η μητέρα του και ο πατέρας του είχανε αρχίσει να λυγίζουνε από τα βάσανα και τις στεναχώριες. Εκείνος έπρεπε να σταθεί το στήριγμα του σπιτιού.

Παράλληλα, είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδίας και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε προέβλεπε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν. Ενώ είχε αυτά τα προμηνύματα, εμφανίστηκε στον ύπνο του η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, και του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι στο τάδε μέρος (και του το έδειξε), γιατί «εδώ του είπε, ήτανε το σπίτι μου». Ο νεαρός χτίστης Ιάκωβος της έχτισε με τον πατέρα του ένα μικρό εκκλησάκι. Μετά από χρόνια, στο μέρος εκείνο, επισημάνθηκαν ερείπια παλαιού χριστιανικού ναού.

Ήρθε όμως και η μεγάλη προειδοποίηση. Από τις αρχές του 1940, στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, του εμφανιζότανε συχνά η Αγία. Ένα βράδυ, του εμφανίστηκε πολύ σοβαρή και θλιμμένη και του είπε:

–Έλα, παιδί μου, να σου πω. Θα γίνει πόλεμος!

Ο Ιάκωβος έπεσε πάλι στην προσευχή και τις μετάνοιες. Όπου αγρυπνία και γιορτές ναών, πήγαινε και ξενυχτούσε ψέλνοντας, ολομόναχος πολλές φορές. Όπου πήγαινε κι έψελνε Δε ζήταγε από κανέναν όχι μόνο αμοιβή, αλλά ούτε και φαΐ. Έβαζε λίγο προσφάι στο ταγαράκι του, φορούσε ντρίλινα μα καθαρά ρούχα και με τα πόδια πήγαινε στις γύρω εκκλησίες.



Αρκετά πριν από την εποχή τούτη εφάρμοσε και κάτι άλλο, δείγμα της αγάπης του για προσευχή και άσκηση. Κυριακές ή Γιορτές, έφευγε στο δάσος. Έψαχνε μέρος ήσυχο και απόμερο. Το καθάριζε ή έσκαβε να γίνεται λίγο σαν σπηλιά και άρχιζε μετάνοιες και προσευχές.



Νέοι ασκητικοί αγώνες.



Στις αρχές του 1953, που είχανε λιώσει τα χιόνια εκεί γύρω, πήγε ψάχνοντας και βρήκε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ. Η χαρά του απερίγραπτη. Βαθιά στην καρδιά του είχε φωλιάσει η επιθυμία να μιμηθεί τον όσιο Δαβίδ. Όσο μπορούσε, βέβαια.

Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…

Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:

–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι;Εγώ πάντα έτσι είμαι…

Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.

Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.

Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!

Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.

Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.

Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.


Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου