Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ (Α' ΜΕΡΟΣ)




ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η εορτή της Υπαπαντής κατά την Πατερική Γραμματεία των τριών πρώτων αιώνων

Το γεγονός της Υπαπαντής

Το γεγονός της υπαπαντής ή αλλιώς της συναντήσεως του Χριστού με τον προφήτη Συμεών, στο ναό του Σολομώντα, σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του πρώτου, διασώζει στο κείμενό του μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας το σχετικό χωρίο (Λκ. 2:22-39). Γράφει λοιπόν σχετικά ο ευαγγελιστής Λουκάς περί της Υπαπαντής του Κυρίου: «…Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστήσαι τῷ κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ κυρίου ὅτι Παν ἀρσεν διανοιγον μήτραν ἅγιον τῷ κυρίῳ κληθήσεται, καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρήμενον ἐν τῷ νόμῳ κυρίου, ζευγος τρυγονων δυο νοσσους περιστερῶν.

Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἢν ἐν Ἱερουσαλὴμ ᾧ ὄνομα Συμεὼν καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβὴς προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραηλ, καὶ πνεῦμα ἢν ἅγιον ἐπ’ αὐτόν καὶ ἢν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου μη ἰδείν θάνατον πριν ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν κυρίου, καὶ ᾖλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιήσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τάς ἀγκάλας καὶ εὐλόγησεν τὸν θεὸν καὶ εἶπεν, Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σοῦ, δεσπότα, κατὰ τὸ ῥῆμα σοε ἐν εἰρήνῃ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριον σοῦ, ὁ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραηλ, καὶ ἢν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμενοις περὶ αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαρίαν τὴν μητέρα αὐτοῦ, Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραηλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγομενον καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελευσεται ῥομφαῖα, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθωσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Καὶ ἢν Ἀννα προφητις, θυγάτηρ Φανουηλ ἐκ φυλῆς Ἀσηρ αὐτὴ προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς καὶ αὐτὴ χήρα ἕως ἔτων ὀγδοήκοντα τεσσαρων, ἡ οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείας καὶ δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ θεῷ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσιν τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς πόλις ἑαυτῶν Ναζαρέθ…».

Προτού προχωρήσει περισσότερο η έρευνα και η μελέτη γύρω από την εορτή της Υπαπαντής, καλό είναι να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία τα οποία χρειάζονται κάποια διευκρίνιση. Αρχικά, διαβάζει κανείς πως η είσοδος στο ναό, τόσο του νεογέννητου παιδιού, όσο και της μητέρας αυτού, με σκοπό την ευλογία αμφοτέρων, είναι θεσπισμένη και καθιερωμένη από τον μωσαϊκό νόμο, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «…ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως» και αλλού: «…παραστήσαι τῷ κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ κυρίου ὅτι Πᾶν ἄρσεν διανοίγον μήτραν ἅγιον τῷ κυρίῳ κληθήσεται» καθώς επίσης και: «…τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρήμενον ἐν τῷ νόμῳ κυρίου». Κρίνεται επομένως απαραίτητη μια σύντομη αναδρομή στο καθαρά νομικό κείμενο της Πεντατεύχου, στο Λευιτικό, όπου μεταξύ άλλων διαβάζει κανείς: «Καὶ ἐλάλησεν κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων, λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς γυνή ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτά ἡμέρας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χωρισμοῦ τῆς ἀφέδρου αὐτῆς ἀκάθαρτος ἔσται καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ περιτεμεῖ τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ καὶ τριάκοντα ἡμέρας καὶ τρεῖς καθήσεται ἐν αἴματι ἀκαθάρτῳ αὐτῆς παντὸς ἁγίου οὐχ ἅψεται καὶ εἰς τὸ ἁγιαστήριον οὐκ εἰσελεύσεται ἕως ἄν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι καθάρσεως αὐτῆς ἐᾶν δὲ θῆλυ τέκῃ καὶ ἀκάθαρτος ἔσται δὶς ἑπτά ἡμέρας κατὰ τὴν ἄφεδρον καὶ ἐξήκοντα ἡμέρας καὶ ἕξ καθέσθήσεται ἐν αἵματι ἀκαθάρτῳ αὐτῆς καὶ ὅταν ἀναπληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι καθάρσεως αὐτῆς ἐφ’ υἱῷ ἤ ἐπί θυγατρί προσοίσει ἀμνὸν ἐνιαὐσιον ἄμωμον εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ νεοσσόν περιστερᾶς ἤ τρυγόνα περὶ ἁμαρτίας ἐπί τὴν θύραν τὴς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα καὶ προσοίσει ἔναντι κυρίου καὶ ἐξιλάσεται περὶ αύτῆς ὁ ἱερεὺς καὶ καθαριεῖ αὐτὴν ἀπὸ τῆς πηγῆς τοῦ αἵματος αὐτῆς οὗτος ὁ νόμος τῆς τικτούσης ἄρσεν ἤ θῆλυ, ἐὰν δὲ, μὴ εὐρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτῆς τὸ ἱκανὸν εἰς ἀμνόν καὶ λήμψεται δύο τρυγόνας ἤ δύο νεοσσούς περιστερῶν μίαν εἰς ὁλοκαύτωμα καὶ μίαν περὶ ἁμαρτίας καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτῆς ὁ ἱερεύς καὶ καθαρισθήσεται» (Λευ. 2: 1-8).
 

Η προσφορά θυσίας για την γέννηση, είτε αρσενικού είτε θηλυκού τέκνου, ορίζεται σαφώς από τον νόμο, ως μια διαδικασία, αφενός ευχαριστιακή και δοξολογική προς τον Θεό, αφετέρου, ως πράξη έμπρακτης μετάνοιας για τον καθαρμό από την σεξουαλική πράξη που οδηγεί στη τεκνογονία. Είναι σαφής ο ορισμός του νόμου, ως πράξη αγιαστική, εξιλεωτική και καθαρτική. Μετά την γέννηση του τέκνου, είτε αρσενικού είτε θηλυκού, η μητέρα όφειλε να παρουσιαστεί στο ναό με το νεογέννητο τέκνο προς καθαρισμό της και προς ευλογία του παιδιού της, προσφέροντας παράλληλα κάποια δώρα με στόχο την εξιλέωσή της, όπως για παράδειγμα, είτε αμνός ενός έτους, «ἄμωμος ἀμνός ἐνιαύσιος» όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το βιβλίο του Λευιτικού, είτε ένα ζεύγος από περιστέρια ή από τρυγόνια. Παράλληλα, αν το πρωτότοκο τέκνο, ήταν αρσενικό, δεχόταν επιπρόσθετη ευλογία, εις ανάμνηση της λυτρωτικής πράξεως της σωτηρίας των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών κατά τους χρόνους της εξόδου, όπως γράφεται στο σχετικό απόσπασμα του βιβλίου της Εξόδου: «ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους ἐμοί ἐστιν» (Εξ. 13:2). Το αξιοσημείωτο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως η Παναγία, αν και συνέλαβε τον Χριστό, ασπόρως και υπερφυσικώς χωρίς να υπάρξει σαρκική επαφή, αλλά με την παρουσία και μόνο του Αγίου Πνεύματος, ωστόσο καταδέχεται να εμφανιστεί στο Ναό για να λάβει τον καθαρισμό από την διαδικασία της γεννήσεως, αλλά και να προσφέρει θυσία για τον Υιό της, παρόλο που ο ίδιος τελικά θα προσφερθεί ως θυσία. Ωστόσο η πρακτική αυτή της εισόδου στο Ναό, με ότι συνεπάγεται δηλώνει σαφώς, πως ο Χριστός ως Θεός, αν και γεννήθηκε με υπερφυσικό, υπέρλογο και άγιο τρόπο, εντούτοις δεν παύει να είναι άνθρωπος και ως άνθρωπος θα πρέπει να μετάσχει όλων των διατάξεων του νόμου.

Ένα εξίσου σημαντικό και συνάμα απαραίτητο ιδρυτικό στοιχείο της εορτής της Υπαπαντής είναι η παρουσία του προφήτη Συμεών στο Ναό, η ευλογία που δίνει αλλά και παράλληλα λαμβάνει από τον Χριστό, η προφητεία προς την μητέρα Του και τέλος η απολυτρωτική παράκλησή του προς τον Θεό με τα λόγια: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου δέσποτα…». Ποιος όμως είναι ο Συμεών ο οποίος καταγράφεται ως τόσο σημαντικό πρόσωπο για την διαμόρφωση της δεσποτικής αυτής εορτής;

Το όνομα Συμεών, δεν αναφέρεται για πρώτη φορά στο σχετικό χωρίο του ευαγγελιστή Λουκά, αντιθέτως η χρήση του, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του χωρίου της συναντήσεως στον Ναό με τον Χριστό αριθμεί συνολικά έξι φορές.
 

Έτσι για πρώτη φορά απαντάται σε μερικά παλαιοδιαθηκικά χωρία, από τα οποία προκύπτει ότι ο Συμεών, ήταν ο δεύτερος υιός του Ιακώβ από τη Λεία (Γεν. 29:33). Ο Συμεών απέκτησε συνολικά έξι υιούς (Γεν. 46:10) από τους οποίους και απέκτησε συγγενείς. Είναι ο ίδιος Συμεών, που κρατείται από τον αδερφό του Ιωσήφ ως όμηρος μέχρι να φέρουν μπροστά του τον μικρότερο αδερφό του τον Βενιαμίν (Γεν. 42:24,36, 43:23). Με τον αδελφό του Λευί σκότωσαν κάθε άντρα των Ευαίων για τον βιασμό της αδερφής τους Δείνας (Γεν. 34 κ.εξ.), με αποτέλεσμα η φυλή Συμεών να πάρει το ελάχιστο μερίδιο στη γη της Επαγγελίας, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Ιησού του Ναύη (Ιησ.Ν. 19:1-9) και αυτό σε απομακρυσμένες και ορεινές περιοχές. Το περιστατικό του φόνου είναι ο βασικός λόγος για να μην λάβει τελικά ο Συμεών την ευλογία από τον Μωϋσή όπως έγινε με τα υπόλοιπα αδέρφια του (Δευτ. 33 κ.εξ.). Η φυλή Συμεών κατά την καταμέτρησή της στην έρημο απαριθμούσε 59.300 άτομα που μπορούσαν να πολεμήσουν (Αριθ. 1:23), σιγά σιγά όμως ο αριθμός αυτός έπεσε στους 22.200 άντρες (Αριθ. 26:12-14), και με την πάροδο του χρόνου συγχωνεύτηκε με τη φυλή Ιούδα. Αργότερα η φυλή του Συμεών αναδεικνύεται και πάλι, όπως προκύπτει από το κείμενο του Ιεζεκιήλ (Ιεζ. 48:24, Αποκ. 7:7) και εμφανίζονται και οι απόγονοι της φυλής, οι Συμεωνίτες, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς στα βιβλία των Αριθμών και στο Α’ Χρονικών (Αριθ. 25:14, 26:14, Α\' Χρον. 27:16). Παράλληλα ως Συμεών αναφέρεται και ένας από τους υιούς του Χαρίμ που, ο οποίος όταν έμαθε πως η γυναίκα που είχε παντρευτεί δεν ήταν εβραία την έδιωξε.

Στα καινοδιαθηκικά βιβλία υπάρχου τρεις αναφορές στο όνομα του Συμεών. Η πρώτη σχετίζεται με τον γιό του Ιούδα και πατέρα του Λευί, όπως καταγράφεται στο ευαγγέλιο του Λουκά, στον γενεαλογικό πίνακα του Χριστού (Λκ. 3:30). Στο βιβλίο των πράξεων, είναι η δεύτερη αναφορά, που τον χαρακτηρίζει ως προφήτη και διδάσκαλο στην εκκλησία της Αντιόχειας, ο οποίος μαζί με άλλους τέσσερις έστειλαν τον Βαρνάβα και τον Παύλο στο πρώτο ιεραποστόλικό τους ταξίδι (Πραξ. 13:1-3).

Η τρίτη και τελευταία αναφορά που γίνεται στο όνομα Συμεών, στην Καινή Διαθήκη, είναι αυτή που μας ενδιαφέρει και άμεσα, και σχετίζεται με την παρουσία ενός ηλικιωμένου στον Ναό, ο οποίος περιμένει να δει τον Χριστό, να τον λάβει στα χέρια του και από αυτόν να ζητήσει την λύτρωσή του. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε γι’ αυτόν προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από το κείμενο του ευαγγελιστού Λουκά. Εμφανίζεται από τον συγγραφέα του ευαγγελίου ως άνθρωπος δίκαιος και ευλαβής, που είχε λάβει την χάρη του Αγίου Πνεύματος για να συναντήσει τον Χριστό και να προφητεύσει γι’ αυτόν, όχι μόνο στην μητέρα του, αλλά και σε όσους ήταν δεκτικοί σε μια σχετική, περί του Χριστού, διδασκαλία. Αυτός είναι που περιμένει στον Ναό να έρθει ο Χριστός με τους γονείς του. Όπως προκύπτει από το σχετικό ευαγγελικό χωρίο, ο Συμεών, δεν επρόκειτο για εντεταλμένο άνθρωπο του Ναού, ο οποίος θα δεχόταν τη ευχαριστιακή θυσία προς τον Θεό, αντιθέτως ήταν ένας από τους πολλούς που παρευρίσκονταν στον ναό καθημερινά, με την μόνη διαφορά, πως αυτός περίμενε την παρουσία του Χριστού εκεί, είχε την ελπίδα της συναντήσεως με τον Μεσσία, είναι αυτός που μεταβαίνει προς υπάντηση του Χριστού. Η ελπίδα αυτή της Υπαντήσεως του Μεσσία Χριστού πραγματώνεται την στιγμή της εμφανίσεως του Ιωσήφ και της Παναγίας με το βρέφος Χριστό στο Ναό. Έτσι η αναγνώριση του Χριστού, μέσα από ένα πλήθος οικογενειών που πιθανότατα θα έχουν μεταβεί στο ναό για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να θεωρηθεί και να εξηγηθεί υπό το πρίσμα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να εξετασθεί και η σπουδαιότητα της προφητείας του Συμεών για τον Χριστό, ως σημείο αντιλεγόμενο, αλλά και η προφητεία του Συμεών προς την Παναγία, προλέγοντας και προεικονίζοντας με αυτό τον τρόπο τον πάθος, την Σταύρωση, τον θάνατο και τέλος την Ταφή.

Το γεγονός αυτό της Υπαντήσεως, της συναντήσεως του Συμεών με τον Χριστό, ολοκληρώνεται με την παράθεση δύο άλλων σημαντικών στοιχείων. Το πρώτο σχετίζεται με ένα άλλο πρόσωπο που παρίσταται στο Ναό, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, το οποίο μιλούσε για τον Χριστό, ως τον αναμενόμενο Μεσσία, σε όλους όσοι επιθυμούσαν και ήταν δεκτικοί σε μια τέτοια διδασκαλία, κατά την ίδια χρονική στιγμή που συντελούνται όλα όσα προαναφέρει ο Λουκάς. Το πρόσωπο αυτό είναι η Άννα, για την οποία ο ευαγγελιστής Λουκάς παραθέτει περισσότερα στοιχεία, απ’ ότι για τον Συμεών.

Συνολικά στο κείμενο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, το όνομα της Άννας, αναφέρεται δύο φορές. Η μία σχετίζεται με το γεγονός της Υπαπαντής, η δε άλλη αφορά μια από τις δύο συζύγους του Ελκανά, λευίτη από το χωριό Ραμαθαΐμ-σοφίμ στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, που ήταν γνωστό και ως Ραμάθ (Α\' Σαμ. 1:1,19). Η Φενίννα η άλλη σύζυγος του Ελκανά είχε παιδιά, ενώ η Άννα ήταν στείρα. Η Άννα, όπως προκύπτει από το κείμενο, ήταν ευσεβής και προσευχήθηκε με θερμή στον Κύριο για να αποκτήσει παιδί. Ο Θεός βλέποντας τη μεγάλη θλίψη της απάντησε στην προσευχή της δίνοντάς της γιο, τον Σαμουήλ, τον οποίο και αφιέρωσε στον Θεό (Α\' Σαμ. 1:28). Ο Θεός αντάμειψε περαιτέρω την πιστότητά της και της χάρισε άλλους τρεις γιους και δύο κόρες (Α\' Σαμ. 2:21). Η προσευχή της Άννας, όπως καταγράφεται στο Α΄ Σαμουήλ, έχει μεγάλη ομοιότητα με τον ύμνο της Παναγίας, όπως τον καταγράφει ο Λουκάς στο κείμενο του. (Λκ. 1:46-55).

Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση που σχετίζεται με το περιστατικό της συναντήσεως του Συμεών με τον Χριστό οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από το ευαγγελικό κείμενο του Λουκά είναι σαφής. Μας πληροφορεί, πως είναι θυγατέρα του Φανουήλ, κατάγεται από την φυλή Ασήρ: «Θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ»[1], ενώ δίνονται και στοιχεία τόσο για την οικογενειακή της κατάσταση: «…αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς…καὶ αὕτη χήρα ἕως ἔτων ὀγδοήκοντα τεσσάρων…». Έτσι προκύπτει πως πρόκειται για μια αρκετά ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία παρέμεινε παντρεμένη για επτά μόνο χρόνια, ενώ μετά τον θάνατο του ανδρός της η χηρεία της, μέχρι και την στιγμή που συναντά τον Χριστό μαζί με τον Συμεών, διήρκησε για ογδόντα τέσσερα χρόνια.
 

Παράλληλα ο Λουκάς παραθέτει στοιχεία σχετικά με την πνευματική κατάσταση της γυναίκας η οποία παρέμενε τόσο καιρό στο Ναό, τελώντας τις καθιερωμένες νηστείες και λατρεύοντας τον Θεό νύκτα και ημέρα: «Οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Τέλος η παρουσία της στον ίδιο χώρο που βρίσκεται ο Συμεών, κατά την στιγμή της συναντήσεως του με τον Χριστό, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική διότι μαρτυρά περί του Χριστού ως του αναμενόμενου Μεσσία: «…αὐτὴ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Θεῷ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσιν τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ἱερουσαλὴμ».

Στο περιστατικό αυτό που περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, είναι πως το σημαντικό πρόσωπο πέρα από τον ίδιο τον Χριστό και την μητέρα Του, είναι ο Συμεών, που υποδέχεται τον Χριστό και ζητά από αυτόν με ικετευτικό τρόπο την απολύτρωση, ενώ συνάμα προφητεύει τόσο για τον ίδιο όσο και για την μητέρα Του. Ωστόσο περισσότερες πληροφορίες λαμβάνουμε για την Άννα, παρά για τον Συμεών. Εύλογα γεννάται το ερώτημα γιατί υπάρχει αυτή η διάκριση και η έλλειψη πληροφοριών, γύρω από ένα πρόσωπο που τελικά συντελεί τα μέγιστα στη δεσποτική αυτή εορτή. Εξάλλου, κατά την εορτή αυτή, δεν εορτάζεται η είσοδος του Χριστού στο Ναό, αλλά η συνάντησή του με τον Συμεών, εξ’ ου και Υπαπαντή που σημαίνει συνάντηση. Νομίζω πως κάτι τέτοιος γίνεται για να γίνει κατανοητό πως ο Συμεών δεν είναι κάποιος άνθρωπος που θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στους νομομαθείς, όπως οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το κείμενο του Λουκά, πρόκειται για ένα άνθρωπο που βρίσκεται κάθε μέρα στο Ναό, αναμένοντας την εμφάνιση του Χριστού, τον οποίο μπορεί εύκολα να θεωρήσει κανείς πως δεν τον γνώριζε. Σε αντίθεση η παρουσία της Άννας, δηλώνει την παρουσία ενός ανθρώπου που γνώριζε κάποια στοιχεία σχετικά με την επερχόμενη και αναμενόμενη έλευση του Χριστού. Και η καταγραφή τόσων λεπτομερειών γύρω από το πρόσωπο της ηλικιωμένης Άννας έχει ως στόχο την κατάρριψη των όποιων αμφιβολιών σχετικά με το περιστατικό. Δίνεται ένα άλλοθι και ένα επιχείρημα, θα μπορούσε να υποστηριχτεί, σε όποιον προσπαθεί να αποδείξει την πραγματικότητα του γεγονότος. Ίσως αυτός τελικά να είναι και ο λόγος για την τόσο λεπτομερή παρουσίαση ενός δευτερεύοντος προσώπου, το οποίο τελικά δεν συμμετέχει στην συνάντηση του Συμεών με τον Χριστό. Είναι το πρόσωπο που αν χρειαστεί θα αποδείξει πως η συνάντηση όντως πραγματοποιήθηκε.

Το δεύτερο στοιχείο που ολοκληρώνει την ευαγγελική αφήγηση για το περιστατικό αυτό, είναι πως τελικά η συνάντηση των δύο προσώπων, Χριστού και Συμεών, δεν αναστέλλει τον αρχικό λόγο της, εις τον Ναό, παρουσίας του Χριστού και της μητέρας του, που δεν είναι κάτι άλλο από την προσφορά καθαρτικής και εξιλεωτικής θυσίας προς τον Θεό. Τόσο ο Χριστός, όσο και η Παναγία, εξαιτίας της ανέκφραστης και άγιας σύλληψης και γέννησης του Θεού, αν και δεν έχουν ανάγκη από αυτές του είδους τις πρακτικές του μωσαϊκού νόμου, ωστόσο προβαίνουν στην επιτέλεση τους για να αποδειχθεί αυτό που πολύ αργότερα θα υποστηρίξει ο ίδιος ο Χριστός: «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρῶσαι» (Μτθ. 5:17). Η σχετική ευαγγελική αφήγηση ολοκληρώνεται με την επιστροφή των τριών προσώπων στην Γαλιλαία και πιο συγκεκριμένα στη πόλη της Ναζαρέτ, απ’ όπου και θα ξεκινήσει πολύ αργότερα τη σωτηριολογική και απολυτρωτική του διδασκαλία ο Χριστός.
 

Το ευαγγέλιο του Λουκά και το ζήτημα των πηγών του


Ο μόνος εκ των ευαγγελιστών που διασώζει το παραπάνω γεγονός, είναι ο Λουκάς, εν αντιθέσει, τόσο με τους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές, Μάρκο και Ματθαίο που δεν αναφέρουν κάτι σχετικό, όσο και με τον Ιωάννη που και αυτός με την σειρά του δεν περιγράφει το περιστατικό αυτό. Και αν για το ευαγγέλιο του Ιωάννη η λύση που δίνεται είναι σχετικά απλή και οφείλεται στην διαφορά των πηγών των τριών πρώτων συνοπτικών ευαγγελίων σε σχέση με το τέταρτο, που είναι και το πιο εκτενές, τότε εγείρεται ένα σχετικό ζήτημα με το κείμενο του Λουκά, που ναι μεν ανήκει στη χορεία των συνοπτικών ευαγγελίων, ωστόσο αναφέρει στοιχεία και γεγονότα που οι άλλοι δύο δεν τα παραθέτουν. Γεννάται εύλογα η απορία αν πρόκειται για ένα πραγματικό περιστατικό ή αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα, ιδιαίτερα από την στιγμή που κανένα άλλο από τα τρία άλλα ευαγγέλια δεν κάνει κάποια σχετική μνεία, αντιθέτως φαίνεται ότι οι άλλοι τρεις ευαγγελιστές αγνοούν πλήρως το συμβάν αυτό. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν πρόκειται για μύθο. Ο μύθος είναι κατασκευή. Λαμβάνει ορισμένα από τα στοιχεία της πραγματικότητας, τα μεταπλάθει ή τα παραθέτει με βάση την υποκειμενική ιδεολογική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να μετασκευάζει το πραγματικό γεγονός. Και υπ’ αυτή την προϋπόθεση η καταγραφή ενός γεγονότος μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως κατασκευή, επομένως και ως μύθος. Απλώς στη περίπτωση των ευαγγελικών κειμένων ο μύθος ενυπάρχει, όχι ως κατασκευή, αλλά ως συγγραφική ικανότητα του καθενός των ευαγγελιστών. Ο συγγραφέας παραθέτει την ιστορική πραγματικότητα του γεγονότος, πιθανότατα διανθισμένη με τη δύναμη της γραφίδος, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από διάφορα γραμματολογικά, αλληγορικά και συντακτικά σχήματα και από το ύφος του συγγραφέα το οποίο και σε τελική ανάλυση είναι αυτό που βοηθά να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της κατασκευής, άρα το εύρος της μυθοπλαστικής μεταγραφής, του, σε πραγματικό χρόνο γενόμενου, και νυν ιστορούμενου γεγονότος.

Χωρίς να ασχοληθούμε με το ζήτημα των πηγών των ευαγγελίων, υπάρχει ένα στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποδεικτικό της πραγματικότητας του εν λόγω περιστατικού και αυτό είναι η λεπτομερής περιγραφή ενός δευτερεύοντος προσώπου, που παρευρίσκεται στον ναό κατά την διάρκεια του συμβάντος αυτού. Το πρόσωπο αυτό είναι η προφήτιδα Άννα, η παρουσία της οποίας αναφέρθηκε και εξηγήθηκε στις πιο πάνω γραμμές.

Προτού όμως ασχοληθούμε με το ζήτημα των πηγών των ευαγγελίων, καλό είναι να αναφερθούμε λίγο στο ευαγγέλιο του Λουκά. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, των πρώτων αιώνων κυρίως, συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου είναι ο Λουκάς, συγγραφέας παράλληλα και του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Αυτό μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς, αν μελετήσει το ύφος και τη γλώσσα των δύο αυτών βιβλίων που προϋποθέτουν τον ίδιο συγγραφέα[2]. Αυτή την άποψη υποστηρίζει και ο Ευσέβιος επίσκοπος Καισαρείας όταν γράφει: «καὶ Λουκᾶς δέ, ὁ ἀκόλουθος Παύλου, τὸ ὑπ\' ἐκείνου κηρυσσόμενον εὐαγγέλιον ἐν βίβλῳ κατέθετο» (Ευσεβ. Καισαρ. Εκκλησιαστική Ιστορία, 5,8,33-5). Η μαρτυρία αυτή του Ευσέβιου είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς παρέχεται μια σημαντική πληροφορία, ότι ο Λουκάς ήταν μαθητής του Παύλου και πως η συγγραφή, τόσο του ευαγγελίου, κυρίως όμως των Πράξεων έγινε κατόπιν προτροπής του Παύλου. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για τον Λουκά οφείλονται κατά βάσιν στο βιβλίο των Πράξεων και στις επιστολές του Παύλου και δευτερευόντως σε μεταγενέστερες παραδόσεις. Παράλληλα η γλωσσική και υφολογική μελέτη των δύο κειμένων του Λουκά δίνει περισσότερες και ασφαλέστερες πληροφορίες για τον συγγραφέα. Έτσι η διάφορη γραφή του δυτικού κώδικα D, κώδικα που συναπαρτίζει την κριτική έκδοση του ευαγγελίου παρέχει την βεβαίωση πως ο συγγραφέας καταγόταν από την συριακή πρωτεύουσα, την Αντιόχεια[3].

Σε συνάφεια είναι και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε τόσο από τις διάφορες επιστολές του Παύλου όσο και από το κείμενο των Πράξεων που προκύπτει πως ο Λουκάς ήταν έλληνας, ο μόνος δηλαδή μη ιουδαίος συγγραφέας κειμένου του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Έτσι βλέπουμε να απουσιάζουν διάφοροι σημιτισμοί, ο συγγραφέας φαίνεται ότι έχει ανεπαρκή γνώση των γεωγραφικών συνθηκών της Παλαιστίνης και τέλος το κείμενό του έχει το δόκιμο ελληνικό ύφος της εποχής του. Κατά την παράδοση φαίνεται πως ο Λουκάς ήταν ιατρός ή είχε ιατρικές γνώσεις, κάτι που γίνεται αντιληπτό από διάφορα χωρία, τόσο του ευαγγελικού κειμένου, όσο και του κειμένου των Πράξεων ή διαφόρων επιστολών του Παύλου. Ενδεικτικά αναφέρουμε από το κείμενο του ευαγγελίου: «πυρετῷ μεγάλ­ῳ» (Λκ. 4:38), «ἀνήρ πλήρης λέπρας» (Λκ. 5:12) και: «κατέδησεν τά τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον και οἶνον» (Λκ. 10:34).

Για την προέλευση του ευαγγελίου αυτού η πατερική παράδοση των πρώτων αιώνων είναι ομόφωνη πως συγγραφέας είναι ο Λουκάς, μαθητής και συνοδοιπόρος του Παύλου. Έτσι ο Ειρηναίος υποστηρίζει ότι ο Λουκάς είναι αυτός που γράφει την ευαγγελική παράδοση όπως την γνώρισε από τον Παύλο. Ο Τερτυλλιανός βεβαιώνει ότι η εκκλησία απέδιδε το περιεχόμενο του ευαγγελίου του Λουκά στον απόστολο Παύλο. Παράδοση που επιβεβαιώνει και ο Ωριγένης υποστηρίζοντας πως ο Παύλος δέχτηκε το ευαγγέλιο του Λουκά, όπως είχε κάνει ο Πέτρος με το ευαγγελικό κείμενο του Μάρκου[4].

Στην αρχή του ευαγγελίου ο συγγραφέας δίνει σαφείς πληροφορίες για τις πηγές και για τον σκοπό του κειμένου του, στοιχείο που ανταποκρίνεται στη φιλολογική γλώσσα και τη συνήθεια των κλασσικών ιστορικών. Διαβάζει λοιπόν κανείς: «Ἐπειδήπερ πολλοί ἐπεχείρησαν διήγησιν περί τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων, καθώς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται και ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοί παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περί ὧν κατηχήθης λόγων τήν ἀσφάλειαν» (Λκ. 1:1-4). Με την μικρή αυτή εισαγωγή, ο συγγραφέας του ευαγγελικού κειμένου επιχειρεί αφενός να καταγράψει τους λόγους που τον οδήγησαν στην συγγραφή, τον σκοπό του καθώς και τον ή τους παραλήπτες του κειμένου του. Αφετέρου καταγράφει ένα μέρος των πηγών του, επιθυμώντας με αυτόν τον τρόπο να προσδώσει μια περισσή εγκυρότητα στο κείμενο, αίροντας τις όποιες αμφιβολίες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν σχετικά με το από πού προέρχονται όλα όσα καταγράφονται. Έτσι οι πηγές του, αν και δεν δηλώνονται καθαρά, εντούτοις μπορούν να διακριθούν ότι πρόκειται αρχικά για όλους όσοι προσπάθησαν να γράψουν σχετικά κείμενα περί του βίου και της διδασκαλίας του Χριστού. Μπορεί να θεωρήσει κανείς πως ο συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου εννοεί τα γνωστά παλαιότερα ευαγγέλια κα ενδεχομένως και άλλες γραπτές καταγραφές της ευαγγελικής ιστορίας. Μία άλλη σημαντική πηγή για την συγγραφή του ευαγγελικού κειμένου, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό κείμενο, είναι οι διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες που βίωσαν και είδαν, όλα όσα καταγράφονται στο κείμενο. Έτσι ο συγγραφέας, δηλώνει σαφώς πως δεν ήταν αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυς, ωστόσο έλαβε τις προφορικές παραδόσεις όλων όσοι βίωσαν την ζωή και την διδασκαλία του Χριστού και τις ενέταξε στο κείμενό του.

Για τους βιβλικούς μελετητές, και κυρίως για τους καινοδιαθηκικούς ερευνητές, είναι σίγουρο πως ο Λουκάς έχει αξιοποιήσει σε σημαντικό βαθμό το προγενέστερο ευαγγέλιο του Μάρκου. Έτσι προκύπτει πως από του 661 στίχους του Μάρκου έχει παραλάβει τους 350 και εντάσσει το υλικό του στο γνωστό γεωγραφικό πλαίσιο του Μάρκου. Παράλληλα παραλείπει από το κείμενο του στίχους του Μάρκου που αναφέρονται σε διηγήσεις που σχετίζονται με καθαρά ιουδαϊκά ζητήματα και ενδεχομένως να μην ενδιέφεραν ή να ήταν ακατανόητα στους έλληνες αναγνώστες[5]. Έχοντας λάβει μια μικρή γνώση γύρω από τις πηγές του ευαγγελίου του Λουκά αλλά και για τους αποδέκτες του, που εκτός από διάφορους έλληνες θα πρέπει να αναφέρεται και σε ορισμένους ρωμαίους, πρώην εθνικούς αναγνώστες, καλό είναι να δούμε και τον χρόνο και τόπο συγγραφής του κειμένου. Έτσι ως προς τον χρόνο συγγραφής του τρίτου ευαγγελίου αυτό φαίνεται ότι είναι γνωστό στον συγγραφέα του κειμένου της Διδαχής, στον απολογητή Ιουστίνο, στους γνωστικούς Βασιλείδη και Βαλεντιανό, ενώ ο Μαρκίων το συμπεριλαμβάνει στον κανόνα των κειμένων που αυτός θεωρούσε ότι θα έπρεπε να τον απαρτίζουν. Άρα μπορεί να θεωρηθεί πως από τις αρχές του 2ου αιώνα το ευαγγελικό αυτό κείμενο είναι ευρέως διαδεδομένο. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένη την εξάρτηση του κειμένου του Λουκά από το ευαγγέλιο του Μάρκου, τότε μπορεί να θεωρηθεί πως το πρώτο συγγράφηκε μετά το 68. Για την συγγραφή του κειμένου σε μεταγενέστερο χρόνο συνηγορεί και ο ίδιος ο πρόλογος του ευαγγελικού κειμένου, σύμφωνα με το οποίο ο Λουκάς γράφει την ευαγγελική διήγηση ύστερα από την συγγραφική προσπάθεια πολλών. Έτσι με βάση αυτά τα δεδομένα μπορεί άνετα να υποστηριχτεί η άποψη πως ο χρόνος συγγραφής του ευαγγελίου του Λουκά θα πρέπει να τεθεί μεταξύ των ετών 70 και 90, ύστερα από την συγγραφή του κειμένου των Πράξεων και παράλληλα με την συγγραφή του ευαγγελικού κειμένου του Ματθαίου. Ως προς τον τόπο συγγραφής του ευαγγελίου του Λουκά, με βάση την πληροφορία του αντι-μαρκιωνιτικού προλόγου πιθανολογείται η ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας, γνωστή τότε ως Βοιωτία. Παράλληλα λόγω του ότι απευθύνεται κυρίως σε εθνικούς και σε χριστιανούς εξ εθνών αναγνώστες προτάθηκαν επίσης ως τόπος γραφής η Καισάρεια και η Ρώμη. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι η συγγραφή του κειμένου έγινε έξω από τα γεωγραφικά όρια της Παλαιστίνης[6].

Το σημαντικό τόσο με το ευαγγέλιο του Λουκά, όσο και με τα υπόλοιπα ευαγγελικά κείμενα είναι πως συμφωνούν στα ουσιώδη, ευαγγελίζονται το ένα πρόσωπο του Χριστού και τα ίδια σωτηριώδη γεγονότα, ενώ οι διαφωνίες τους σχετίζονται με ήσσονος ή δευτερευούσης σημασίας ζητήματα, χρόνους, τόπους, πρόσωπα και γεγονότα. Άρα τα τέσσερα ευαγγέλια συμπληρώνουν το ένα την ιστορική και σωτηριολογική διήγηση του άλλου.

Από τα τέσσερα συνολικά ευαγγέλια που υπάρχουν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης τα τρία πρώτα, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά διακρίνονται σαφώς από το τελευταίο του Ιωάννη. Τα τρία αυτά ευαγγέλια φαίνεται ότι συναπαρτίζουν, συναποτελούν μια ενότητα καθώς συμφωνούν στο μεγαλύτερο μέρος ως προς την διάταξη της ύλης τους και εντάσσουν την δράση του Χριστού στο ίδιο γεωγραφικό πλαίσιο. Τα τρία αυτά ευαγγέλια περιέχουν πολλές παράλληλες διηγήσεις που μοιάζουν μεταξύ τους, άλλες που διαφέρουν και άλλες που εμπεριέχονται μόνο στο κείμενο του Ματθαίου ή του Λουκά. Συγκρίνοντας τα τρία αυτά συνοπτικά ευαγγελικά κείμενα, προκύπτει πως το ευαγγέλιο του Μάρκου, έχει συνολικά 661 στίχους, εκ των οποίων οι 600 είναι κοινοί με το ευαγγέλιο του Ματθαίου και 300 κοινοί με το κείμενο του Λουκά. Το ευαγγέλιο του Ματθαίου από τους 1060 στίχους που το συναποτελούν οι 600 είναι κοινοί με το κείμενο του Μάρκου και οι 240 με αυτό του Λουκά. Τέλος, στο κείμενο του ευαγγελιστού Λουκά, από του 1149 στίχους που συναντάμε, οι 350 είναι κοινοί με το κείμενο του Μάρκου και οι 240 με του Ματθαίο. Ωστόσο και τα τρία συνοπτικά ευαγγέλια έχουν το καθένα ένα μέρος στίχων που είναι ιδιαίτερα δικό τους, και δεν απαντάται πουθενά αλλού. Για παράδειγμα, ο Μάρκος έχει 35 στίχους, ο Ματθαίος 350 και τέλος ο Λουκάς 548[7], ανάμεσα σε αυτούς και το περιστατικό της Υπαπαντής του Σωτήρος από τον Συμεών και την προφήτιδα Άννα στον ναό, περιστατικό που περιγράφει μόνο αυτός από το σύνολο των τεσσάρων ευαγγελιστών.

Μελετώντας τα τρία αυτά ευαγγελικά κείμενα, σημαντικές είναι οι ομοιότητες που σίγουρα θα εντοπιστούν. Ωστόσο ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Έτσι για παράδειγμα, ενώ και οι τρεις ευαγγελιστές αναφέρονται στο γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου, ή της κλίσεως των αποστόλων, ωστόσο σε μερικά περιστατικά της ζωής του Χριστού, όπως το γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με τον Συμεών στον ναό ή της παρουσίας του Χριστού στον ναό στην ηλικία των δώδεκα ετών, το παραθέτει μόνο ένας εκ των τριών ευαγγελιστών, ο Λουκάς. Το πρόβλημα αυτό που σχετίζεται με τις ομοιότητες και τις διαφορές των ευαγγελίων και πως αυτές εξηγούνται ανάμεσα στους τρεις ευαγγελιστές, γνωστό και ως συνοπτικό πρόβλημα απασχόλησε για αρκετά χρόνια την καινοδιαθηκική και βιβλική έρευνα. Πρόκειται για το πρόβλημα των πηγών των τριών ευαγγελίων και οι λύσεις που προτάθηκαν ήταν αρκετές. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της εξαρτήσεως που σχετίζεται με την φιλολογική σχέση των τριών ευαγγελικών κειμένων και ερείδεται επί των μελετών του ιερού Αυγουστίνου, σύμφωνα με τον οποίο ο τρόπος που τα ευαγγέλια αυτά τοποθετούνται σε σειρά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, αντικατοπτρίζει και την χρονική σειρά συγγραφής τους[8].

Μια άλλη λύση που προτάθηκε ήταν αυτή του πρωτευαγγελίου. Και τα τρία ευαγγέλια προέρχονται από κάποιο αρχικό ευαγγέλιο στην εβραϊκή ή αραμαϊκή γλώσσα το οποίο και περιείχε το σύνολο του βίου και της διδασκαλίας του Χριστού. Η υπόθεση ανάγεται στη μαρτυρία του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως, κυρίως προς τον Ματθαίο. Ωστόσο της υπόθεσης αυτής υπάρχουν δύο παραλλαγές. Η μεν πρώτη αφορά ένα αρχικό ευαγγέλιο, και η δεύτερη σχετίζεται με το ένα ευαγγέλιο που γνώριζε ο κάθε ευαγγελιστής, το οποίο και ήταν σε διαφορετική μορφή, ενώ παράλληλα ο κάθε συγγραφέας είχε και τις δικές του πηγές[9].
 

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πλήθος υποθέσεων σχετικά με τις πηγές των τριών συνοπτικών ευαγγελίων, όπως για παράδειγμα αυτή της υποθέσεως ή των αποσπασμάτων ή ακόμα και αυτή της παραδόσεως, χωρίς ωστόσο να δίνονται επαρκής εξηγήσεις σχετικά με τις ομοιότητες και διαφορές που παρουσιάζονται στα τρία αυτά κείμενα. Ωστόσο η πορεία της καινοδιαθηκικής έρευνας ενστερνίστηκε την υπόθεση των δύο πηγών σχετικά με την συγγραφή των ευαγγελικών αυτών κειμένων. Υπόθεση που αποτελεί συνδυασμό της αρχικής υπόθεσης της εξαρτήσεως και αυτής του πρωτευαγγελίου. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, το ευαγγέλιο του Μάρκου, ως το πλέον και αποδεδειγμένα το συντομότερο ευαγγέλιο είναι και το αρχαιότερο, το οποίο και χρησιμοποιήθηκε ως βασική πηγή για τους άλλους δύο ευαγγελιστές, σε ανεξάρτητη βέβαια βάση ο ένας από τον άλλο. Παράλληλα, ο Ματθαίος και ο Λουκάς είχαν στην διάθεσή τους μια άλλη γραπτή πηγή που περιείχε μόνο λόγια του Κυρίου, γνωστή με το γράμμα Q. Εκτός βέβαια αυτών των δύο πηγών, ο κάθε ένας ευαγγελιστής είχε στην διάθεσή του μια ιδιαίτερη πηγή που περιείχε το ιδιαίτερο υλικό του το οποίο και παραθέτει στο κείμενό του. Η ιδιαίτερη πηγή για τον καθένα χωριστά χαρακτηρίζεται, για τον μεν Ματθαίο με το γράμμα Μ, για δε τον Λουκά με το γράμμα L. Έτσι μπορεί να υποστηριχτεί η άποψη πως η σχηματική καταγραφή της προέλευσης του ευαγγελίου του Ματθαίου προέρχεται ως ένα βαθμό από το κείμενο του Μάρκου, ως ένα άλλο βαθμό από την Κυριακή πηγή Q και τέλος ως ένα βαθμό από την ιδιαίτερη πηγή M. Κάτι ανάλογο μπορεί να θεωρηθεί και για το κείμενο του Λουκά, με την μόνη διαφορά πως η ιδιαίτερη πηγή είναι η L. Η υπόθεση αυτή αν και επικρατεί ως ένα μεγάλο βαθμό, δεν επιλύει απόλυτα και με πειστικότητα το σύνολο των προβληματισμών που δημιουργεί το λεγόμενο συνοπτικό πρόβλημα. Σε αυτή την προβληματική σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η πηγή των Κυριακών λόγων Q, πηγή από την οποία δεν έχει διασωθεί κανένα απολύτως απόσπασμα ή έστω κάποια μαρτυρία για την ύπαρξή της[10].

Όποια υπόθεση τελικά και να προκριθεί ως η πλέον κατάλληλη και αρμόδια για να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις, η αίσθηση που αποκτά κανείς αν διαβάσει και τα τρία συνοπτικά ευαγγέλια είναι πως οι όποιες διαφορές οφείλονται αφενός στην παιδεία του καθενός εκ των συγγραφέων, αφετέρου στο υλικό στο οποίο έχει πρόσβαση ο κάθε συγγραφέας. Εκτός από αυτό βέβαια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως από την στιγμή που ένα περιστατικό δεν αναφέρεται έστω και σε έναν άλλο εκ των υπολοίπων συγγραφέων, δεν υφίσταται ή αποτελεί αποκύημα της συγγραφικής φαντασίας, είτε του Λουκά, είτε του Ματθαίου, είτε του Μάρκου. Έτσι για παράδειγμα το ότι μόνο ο Λουκάς αναφέρει το γεγονός της Υπαπαντής, θεωρώ πολύ πιθανό αυτό να οφείλεται κυρίως στις διαφορές των πηγών που έχει υπόψιν του για την συγγραφή, παρά στην προσπάθεια για έξαρση και υπερβολή, στοιχεία που συχνά μπορούν να χαρακτηρίσουν ένα συγγραφέα. Το αποτέλεσμα όμως είναι ένα. Από την στιγμή που ένα ευαγγελικό κείμενο το αναφέρει, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός αυτό. Και εξαιτίας αυτής της αδυναμίας αμφισβητήσεως, είναι σίγουρο πως το συμβάν αυτό αποφασίστηκε να εορτάζεται από το σύνολο του σώματος της εκκλησίας, ως εορτή που σχετίζεται άμεσα, τόσο με την μητέρα του Χριστού όσο και με τον ίδιο τον Χριστό. Ίσως είναι η μόνη περίπτωση που μια καθαρά δεσποτική εορτή συγκαταλέγεται και στις θεομητορικές εορτές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου